Απόγευμα φθινοπώρου στο κέντρο της πόλης. Ένα παιδί πασχίζει να καθαρίσει τα τζάμια του αυτοκινήτου μιας τύπισσας που φτιάχνει τα μαλλιά της στον καθρέφτη. Ένας σκύλος που του έχουν κλέψει την περηφάνια κοιμάται στο γρασίδι μιας πόλης που δεν ονειρεύεται. Κι όμως, όταν είσαι μακριά, σου μοιάζουν όλα αυτά τόσο ωραία, που σε καλούν σαν άλλες σειρήνες να επιστρέψεις. Και επιστρέφεις. British Airways. Κι ενώ βλέπεις το αεροπλάνο να προσγειώνεται, νοιώθεις μια χαρά ανείπωτη στης καρδιάς σου τους χτύπους, ακούγοντας τον πιλότο να λέει: « Η θερμοκρασία στην Ξεσσαλονίκη θα είναι…». Και παίρνεις τις βαλίτσες γεμάτος προσμονή να δεις οικογένεια, φίλους και γνωστούς, να δεις τον σκύλο που, αν και δεν βρίσκει γρασίδι να ξαπλώσει, έχει βρει μια καβάτζα, και ποιος ξέρει τι νομίζει στο μυαλό του πως μπορεί να είναι. Ίσως γρασίδι next generation. Και είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει πιο ωραία μυρωδιά από αυτή της πόλης την πρώτη μέρα που γυρνάς. Και το αεράκι το δικό της δε συγκρίνεται, όσα απογεύματα κι αν έχεις περάσει στο High Park. Όσα κοπλιμέντα κι αν έχεις ακούσει στο Notting Hill. «Είσαι Έλληνας στ’ αλήθεια; Γιατί νόμιζα ότι είσαι Ισπανός;» «Γιατί τους έχετε υπερεκτιμήσει», απαντούσα! «Έλληνες ήταν οι Θεοί». Και έρχεται το πρώτο πρωινό αεράκι, μετά το πρώτο ξενύχτι με τα φιλαράκια να σου λένε ιστορίες που έχεις χάσει. Για γκόμενες ξανθιές, ψηλές, λεπτές, για τον γκέι που τους έκανε καμάκι, έξω από το «Θερμαϊκό». Κι αν ο χρόνος σταματούσε σε εκείνο το σημείο, όλα θα ήταν τόσο ονειρικά. Έλα, όμως, που δεν σταματά, κι όσο περνάει ο καιρός, αρχίζουν να σου λείπουν οι Coldplay που είδες στο Λονδίνο, σου λείπει ο Fiennes που έβλεπες στ δύο μέτρα στο Epitafy for George Dillon στο Albert Theatre. Και, φυσικά, δε σου λείπουν επειδή τα έβλεπες εκεί, στην ξενιτιά. Και η ξενιτιά φαντάζει ωραία όταν είσαι σπίτι. Όμως, σου λείπουν, γιατί ξέρεις πως εδώ, σε αυτήν την πόλη ποτέ δε θα τα δεις. Και φεύγεις. Άλλος για την Αθήνα, άλλος για το Λονδίνο, Παρίσι. Και όπου σε βγάλει ο δρόμος. Κι εγώ μένω εδώ. Για την ακρίβεια, μεταξύ εδώ κι εκεί. Γιατί, αν πάω εκεί, ποτέ δε θα είμαι μόνο εκεί. Αλλά και εδώ να μείνω, δε θα είμαι ποτέ εδώ. Και θα γίνω πενήντα, και θα λέω όλα αυτά που έλεγαν οι πενηντάρηδες όταν ήμουν είκοσι πέντε. Όλα αυτά που, όταν τα άκουγα, χαμογελούσα, και έλεγα: «Εγώ ποτέ δε θα τα πω!». Και στέκω εδώ να κοιτώ το νερό. Αλλά, μα την αλήθεια, δεν ξέρω αν βλέπω το νερό της Νύφης του Θερμαϊκού ή το νερό του Τάμεση ή αυτό του Σηκουάνα. Κι εκεί που το νερό κυλά, μια λάμψη στο μυαλό μου μου λέει: Γιατί να μη φέρω το εκεί εδώ; Γιατί να μην αλλάξουμε την πόλη; Να μην αλλάξουμε διάθεση, ζωή και όνειρα; Και προσπαθώ. Γιατί αυτή η πόλη έχει ανάγκη από προσπάθεια. Και τότε θυμάμαι ένα φίλο μου αδερφικό, που στα δεκαέξι, με το άγχος να μην μας πιάσουν, έγραφε στον τοίχο του σχολείου: «Κάντε Επάνταση, τώρα!». Κάντε τη λοιπόν την επανάστασή σας ξεκινώντας από σήμερα, κάντε τη.
Δύσκολο πράμα η... επάνταση. Πρέπει πρώτα να αλλάξει τον εαυτό μας...
ΑπάντησηΔιαγραφή;)
Οι περισσότεροι λέμε: "Αρχίστε την επάνταση χωρίς εμένα"! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ αλήθεια είναι πως η Θεσσαλονίκη οφείλει να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά της. Αρκετά την ξεφτίλισε το Τρίο Στούτζες!
Ελπίζω στον Νοέμβρη...
Δεν έχεις και άδικο, βέβαια είναι το πως έχει συνηθίσει ο καθένας..
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια επανάσταση, καιρός είναι ναι, μόνο που αρχή είναι δύσκολη...
Καλημέρα!
Εγώ πάντως πήρα τηλ. για να τα πούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλπίζω να πέρασες καλά στο Λονδινάκι!
Πιάσε ένα e-φιλί (μη σε κολλήσω... πυρετό)
ΑπάντησηΔιαγραφή...ωραίες σκέψεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή