1 Μαρτίου 2008

Περπατώντας Ανάμεσα.


Πήρα την απόφαση, ξεκινώντας αυτό το post να δανειστώ τον τίτλο από έναν καλό μου φίλο, τον Σπύρο Βούγια. Ο ίδιος χρησιμοποίησε τον τίτλο, «Περπατώντας Ανάμεσα», για να εκδώσει μια σειρά άρθρων, που μιλούσαν για την πόλη της Θεσσαλονίκης, την άνοιξη του περασμένου χρόνου. Εγώ, με τη σειρά μου, χρησιμοποιώ αυτόν τον τίτλο για να πω δυο λόγια για τη δική μου Θεσσαλονίκη. Τη Θεσσαλονίκη της δικής μου γενιάς.

Μιας γενιάς που δεν έζησε το θρυλικό τραμ της πόλης, δεν έζησε το Σεπτέμβρη του ’65 τη δημιουργία του πρώτου τηλεοπτικού σταθμού – εδώ στη δικής μας Διεθνή Έκθεση-, δεν έζησε μια Θεσσαλονίκη χωρίς καυσαέρια και με ιδιαίτερους πνεύμονες πρασίνου, δεν έζησε μια Θεσσαλονίκη με ανοιχτούς δρόμους, σχολεία χωρίς ψηλά κάγκελα και επίσης, ακόμα κι αν έζησε, δεν θυμάται τη Θεσσαλονίκη με διαφορετική, ιδεολογικά, Δημοτική Αρχή.

Η γενιά μου, αντιθέτως, σπουδάζοντας σε μεγάλο ποσοστό σε πόλεις του εξωτερικού και κυρίως της Αγγλίας, αντίκρισε στα ράφια των Waterstones - γνωστή βρετανική αλυσίδα βιβλιοπωλείων-, ένα μόνο βιβλίο να αναφέρει το όνομα Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο με τίτλο, «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων» του Mark Mazower. Salonica, city of ghosts. Η δική μου γενιά συμμετέχει στο γνωστό πια σε όλους facebook και με περηφάνια συμμετέχει στο group «Η Μακεδονία είναι Ελληνική», και το πιστεύει. Και φυσικά είναι. Η δική μου γενιά τρώει δικάβαλο στον Εικοσιδιό και ξενυχτά μέχρι το πρωί. Η δική μου γενιά ψάχνει να παρκάρει, επιβαρύνει την ατμοσφαιρική ρύπανση με τους ατελείωτες κύκλους στην πόλη, και τελικά διπλοπαρκάρει όπου βρει.

Το Περπατώντας Ανάμεσα του Σπύρου Βούγια αναφερόταν στο «ανάμεσα σε δυο πρόσωπα» της Θεσσαλονίκης. Γιατί η γενιά του Σπύρου έζησε και ζει τα δύο πρόσωπα αυτής της πόλης. Στη δική μου γενιά, όμως, δεν υπάρχουν δύο πρόσωπα. Υπάρχει ένα, και αυτό είναι απρόσωπο. Διότι, αρνούμαι να δεχτώ τον τίτλο Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, καθώς αρνούμαι να δεχτώ μια Θεσσαλονίκη φοβική και εγκλωβισμένη στη μιζέρια και τον νεοσυντηριτισμό.

Θυμάμαι, ένα κρύο βράδυ στα τέλη του ’95, που προσπαθώντας να αφυπνίσουμε τους συμμαθητές τους σχολείου, γράφαμε με το Θωμά και το Γιώργο στον τοίχο : «Μην ανέχεστε να σας αποκαλούν τη γενιά του Nintendo!». Και εν συνεχεία, με το άγχος ενός οχήματος που πλησίαζε με τους προβολείς αναμμένους, γράψαμε «Κάντε Επάνταση τώρα!». Κάντε, λοιπόν, τη δική σας προσωπική Επανάσταση. Που ξέρετε, μπορεί τελικά να συναντηθούμε και να αλλάξουμε την πόλη.

3 σχόλια:

  1. Δεν είναι απλά μία απρόσωπη πόλη. Αυτό που με ενοχλεί είναι ουσιαστικά η ερημιά του τσιμέντου που πνίγει τα όνειρά μας. Μία πόλη που χάνει με τους αποχαρακτηρισμούς το νεοκλασσικό της στυλ, ένα παράδεισος που ξοδεύει για εμπορικούς σκοπούς το πολυεθνικό της παρελθόν και σήμερα κοιμίζει με φασιστικές ιδέες το λαό της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δείμε,

    Γνωρίζεις πως συμφωνώ απόλυτα. Μια πόλη που βουλιάζει στην εκκοφαντκή της σιωπή. Εμείς θα την αλλάξουμε. Κι ασ μη θέλουν. Με το ζόρι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μακάρι. Σας το εύχομαι με όλη μου την ψυχή να αξιωθείτε την αληθινή Θεσσαλονίκη που είναι θαμμένη κάτω από το νεοπλουτισμό και την ανοησία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχολίασαν και τους ευχαριστώ: