8 Αυγούστου 2011

The Hunger


Ένα από αυτά τα μεσημέρια του καλοκαιριού που χωρίς να γνωρίζεις το γιατί, σου καρφώνεται ένας άσχετος προβληματισμός, εμένα μου καρφώθηκε το εξής: αν αυτή η παγκόσμια τάση προς το φαγητό, - που φαγητό βλέπε: πείνα - μπορεί να συνδεθεί με την πείνα της ψυχής στην οποία μάς οδήγησε η παγκόσμια ευημερία που κυριάρχησε τα τελευταία 15 χρόνια.
Σήμερα ερχόμαστε να πληρώσουμε τις συνέπειες μιας ξέφρενης ζωής που κοιτώντας πίσω είναι λίγο πολύ αστεία αυτά που μας προσέφερε: ένα αυτοκίνητο 5000 κυβικά, ένα διαμέρισμα επιπλωμένο με ακριβά έπιπλα, εντυπωσιακά ρούχα, μπουζούκια και ένα φαγητό που απείχε από την ποιότητα όσο η γη από τη σελήνη. Ενοχοποιήσαμε το κριθαράκι με φρέσκια ντομάτα της γιαγιάς, ξεχάσαμε τη γεύση από τις φακές, τις μυρουδιές από τα βοτάνια, την αίσθηση από το υγρό σιτάρι στα τέλη του Ιούνη και όλα αυτά που μας θύμιζαν μια άλλη Ελλάδα που για κάποιο λόγο δεν μας άρεσε.
Θυμάμαι πως όταν ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά στην Πυλαία, χωριό ακόμα, με πολλούς χωματόδρομους και χαμηλά σπίτια, χωρίς περιφερειακό δρόμο για το αεροδρόμιο, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Το πρωί ζεστό ψωμί με βούτυρο και μέλι ήταν όλα όσα μπορούσε κάποιος να ζητήσει. Μετά παιχνίδι μετά μανίας και διάλλειμα για κεράσια ή φράουλες (ανάλογα με το μήνα) από το μπαξέ μας στην παραλία της Πυλαίας. Ύστερα ύπνος και το απόγευμα ψωμί, βούτυρο με ζάχαρη και μαζί μια μυρωδιά από τα ανθισμένες τουλίπες της γιαγιάς, κάτω στη γη. Κατάχαμα.
Το μεσημεριανό φαγητό ήταν ιεροτελεστία. Ο παππούς, έμπειρος μάγειρας, έχτισε μόνος του τον φούρνο με ξύλα, που ευλαβικά «άναβε» φωτιές μια φορά την εβδομάδα για πίτες και μαγειρευτά. Κριθαράκι με κρέας και μεγάλα κομμάτια κανέλας, σπανακόπιτα με φύλλο που να λειώνει στον στόμα, κατσικάκι με όλα τα βότανα της αυλής και το αγαπημένο πάντα συνοδευτικό πατάτες ριγανάτες με λεμόνι. Αχ αυτές οι πατάτες να λειώνουν σαν μέλι…
Σήμερα, φαίνεται να γυρνάμε σ’ αυτό το καλό φαγητό, σαν αυτή την αίσθηση της νοσταλγίας. Κι αναρωτιέμαι, αν αναζητούμε πραγματικά αυτές τις βγαλμένες από τον ουρανό γεύσεις ή τη χαμένη αθωότητα εκείνων των χρόνων, που τώρα θα θέλαμε να έχουμε δίπλα μας για να κλειστούμε στην αγκαλιά τους. Ακόμα όμως κι αν αυτό δεν γίνεται, η μυρωδιά από το κριθαράκι όταν βγαίνει, τώρα πια, από το φούρνο του θείου Αντώνη στην Επανομή με κάνει να νοιώθω ξανά παιδί. Κι αναρωτιέμαι με τον εαυτό μου πως κάποτε αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό. Μια Ελλάδα που μας φτιάξανε κι εμείς ακολουθούσαμε. Σήμερα έχουμε ευθύνη να τα κάνουμε όλα σωστά...

1 σχόλιο:

  1. Υπέροχο!
    (..και το κείμενο, και το κριθαράκι με κρέας! ..οι "μελάτες" αυτές, λεμονο-ριγανάτες πατάτες είναι αγαπημένες!)

    Καλημέρες, αγαπητέ!

    υ.γ.: τι μου θύμισες τώρα..ψωμάκι με βούτυρο και ζάχαρη..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχολίασαν και τους ευχαριστώ: