29 Νοεμβρίου 2006

Μία καρότο, μία μαστίγιο..


Μία καρότο, μία μαστίγιο. Αυτή θα μπορούσε να είναι η περιγραφή της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής, από τη μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα. Πάντα με εύσχημο τρόπο, καταφέρνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις να αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη. Να ρίχνουν στάχτη στα μάτια μας. Άλλοτε με περισσότερα και άλλοτε με λιγότερα εκσυγχρονιστικά συνθήματα. Πάντα όμως με συνθήματα και πομπώδεις εκφράσεις, όπως: “επανίδρυση του κράτους”, “Άλλαξέ τα όλα” κτλ. Κι εσύ στέκεις, παρατηρητής απλός. Και σκέφτεσαι. Ρε συ, μήπως αυτοί πράγματι κάνουν έργο και είμαι εγώ τόσο κοντόφθαλμος και φαιδρός, που δεν αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει γύρω μου; Και μένεις εκεί, να βλέπεις τις κυβερνήσεις να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν, χωρίς τίποτα ιδιαίτερα να αλλάζει. Δρόμοι να φτιάχνονται. Λιμάνια, γέφυρες να χτίζονται. Αλλά τίποτα να μην αλλάζει. Εκτός από το γεγονός ότι σε έχουν δέσει κόμπο, με το δικό σου το νήμα. Και στέκεις εκεί. Αδύναμος να αντιδράσεις. Να φωνάξεις. Γιατί αν φωνάξεις, το αφεντικό θα σου πάρει το κεφάλι. Η τράπεζα θα σου πάρει σπίτι και αυτοκίνητο. Και αν είσαι τυχερός θα σου αφήσουν γυναίκα και παιδιά. Να κάθεστε εκεί. Όλοι μαζί. Αλλά δε φωνάζεις. Γιατί δεν μπορείς να φωνάξεις. Να αντιδράσεις. Και όλοι είναι ευτυχισμένοι. Είναι;
Και παρατηρείς βουβός. Όπως και στα χρόνια του Τσάρλι Τσάπλιν. Που άλλοτε έκλαιγες, και άλλοτε γελούσες. Αλλά έμενες βουβός, όπως και οι ήρωες στις ασπρόμαυρες ταινίες. Έτσι και σήμερα. Παραμένεις βουβός. Παρακολουθώντας το πολύχρωμο δελτίο ειδήσεων. Και άλλοτε γελάς και φουσκώνεις από υπερηφάνεια. Και άλλοτε κλαις, στα κρυφά για μην καταλάβουν οι γύρω την αδυναμία σου και σε κατασπαράξουν. Ούτε να κλάψουμε δεν μπορούμε με την ησυχία μας. Με την έκφραση, “Οι άντρες δεν κλαίνε”, μεγάλωσαν και μεγαλώνουν τα περισσότερα αγόρια της εποχή μας. Και έτσι, άλλος τρέχει στην ψυχολόγο του , άλλος στην παράνομη ερωμένη του. Και όλοι ζούμε καλά. Ποτέ όμως, όμορφα. Γιατί έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει όμορφη ζωή. Ζωή γεμάτη. Θα μου πείτε όμως, απορώντας: και φταίει γι’αυτό, το ότι δεν κλαίμε πια; Φταίει. Θα απαντήσω εγώ. Γιατί όταν αυτή η κοινωνία, μας έχει δημιουργήσει την ανάγκη να κρύψουμε τα τρυφερότερα από τα συναισθήματά μας, το κλάμα. Τι μένει; Και το κρύβουμε. Τόσο βαθιά, που κάποια στιγμή ξεχνάμε ότι υπάρχει. Η ευαίσθητη πλευρά του εαυτού μας. Και γινόμαστε “δυνατοί”. Ή καλύτερα κοινωνικά δυνατοί. Αλλά γινόμαστε λιγότεροι άνθρωποι. Άνθρωποι όπως οι πρόγονοί μας. Πριν δύο τρεις δεκαετίες. Που το συγνώμη δεν το ζητούσες εύκολα. Αλλά το φιλότιμο ήταν μεγάλο. Στις εποχές εκείνες που, όταν έβλεπες κάποιον να πέφτει, πήγαινες να τον σηκώσεις. Και όχι να μένεις να κοιτάς. Άπραγος. Και μάλιστα, πολλές φορές, να κοιτάς επίμονα και ενοχλητικά. Θεατές γίναμε. Παραμένουμε θεατές. Και κάπου εκεί, που γίναμε θεατές των ζωών των άλλων, χάσαμε τη δικιά μας. Το νόημά της. Τη γλύκα της.
Εγώ, από αυτή τη σελίδα θα κλείσω τα μάτια και θα ευχηθώ έστω ότι για όσο διάρκεσε το ανάγνωσμα αυτού του άρθρου, κάνατε σκέψεις καινούριες. Πρωτόγνωρες για σας. Σκέψεις ελεύθερες, που κάποια μέρα θα κάνετε πράξη. Προς το παρόν κάνω τον προσκοπικό μου χαιρετισμό, και ελπίζω σε μια ελεύθερη σκέψη, σε ένα απελευθερωμένο συναίσθημα. Σε ένα συναίσθημα που τα δίνει όλα. Και τα δίνει τώρα. Και για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολίασαν και τους ευχαριστώ: